- ινοχόνδρωμα
- το, -ατοςκαλοήθης όγκος από ιστό που αποτελείται από ίνες και χόνδρους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.